πετῶντας

πετῶντας
πετάννυμι
fly
fut part act masc acc pl
πετάννυμι
fly
pres part act masc acc pl
πετάω
fly
pres part act masc acc pl
πετάζω
fut part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • παραπέτομαι — ποιητ. τ. παρπέταμαι, Α 1. πετώ κάτι κοντά ή πλαγίως σε κάτι 2. διέρχομαι πετώντας 3. διαφεύγω, ξεφεύγω 4. πετώ προς το μέρος κάποιου 5. τρέχω πετώντας για να βοηθήσω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πέτομαι «πετώ»] …   Dictionary of Greek

  • πτέρυγα — η / πτέρυξ, υγος, ΝΜΑ ευκίνητο μέλος τού σώματος όργανο πτήσης τών πτηνών και τών εντόμων, η φτερούγα, το φτερό (α. «εάν την δύναμιν / ακούσουν τών πτερύγων / οι αετοί», Κάλβ) β. «ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας», ΚΔ …   Dictionary of Greek

  • συναφίπταμαι — Μ φεύγω πετώντας μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀφίπταμαι «φεύγω πετώντας»] …   Dictionary of Greek

  • συνδιαπέτομαι — Α (αποθ.) διατρέχω πετώντας μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπέτομαι «πετώ ανάμεσα, διατρέχω πετώντας»] …   Dictionary of Greek

  • Γοργοφόνος — Μυθολογικόπρόσωπο. Βασιλιάς των Επιδαυρίων και ιδρυτής των Μυκηνών. Οι υπήκοοί του τον είχαν εξορίσει, αλλά καθώς περνούσε από το Άργιον όρος βρήκε λαβή ξίφους από ελεφαντόδοντο· θυμήθηκε τότε τον παλαιό χρησμό που τον προέτρεπε να χτίσει πόλη… …   Dictionary of Greek

  • αερομοντελισμός — Τεχνική κατασκευής και χρησιμοποίησης αερομοντέλων, δηλαδή μικρών ομοιωμάτων πτητικών συσκευών, τα οποία μπορεί να είναι είτε στατικά, με πιστά αντίγραφα πραγματικών αεροσκαφών σε όλες τις λεπτομέρειες, είτε, το συνηθέστερο, ιπτάμενα. Τα ιπτάμενα …   Dictionary of Greek

  • ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… …   Dictionary of Greek

  • αναπέτομαι — ἀναπέτομαι και ποιητ. ἀμπέταμαι και μτγν. ἀναπετῶμαι (Α) 1. πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας 2. φεύγω βιαστικά, εξαφανίζομαι 3. σκιρτώ από χαρά, τρόμο κ.λπ., και μτφ. είμαι έτοιμος να πετάξω …   Dictionary of Greek

  • αναπετώ — ( άω) (Α ἀναπετῶμαι και ἀναπέτομαι), (Μ ἀναπετῶ) πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας νεοελλ. 1. φεύγω ή χάνομαι γρήγορα, βιαστικά, εξαφανίζομαι 2. εξαντλούμαι γρήγορα, τελειώνω 3. πεθαίνω 4. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις 5. παρουσιάζομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”